- νεοάλωτος
- νεο-άλωτος [pron. full] [ᾰ], ον,A v.l. for νεάλωτος, Hdt.9.120.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοάλωτος — και νεάλωτος, ον (Α) αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + άλωτος (< ἁλίσκομαι «συλλαμβάνομαι»), πρβλ. αιχμάλωτος] … Dictionary of Greek
νεοαλώτων — νεοάλωτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοάλωτοι — νεοάλωτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεάλωτος — νεάλωτος, ον (Α) βλ. νεοάλωτος … Dictionary of Greek